Σκέψεις: Αδικίες των νόμων: Μια αδικία- η θανάτωση του Σωκράτη-, γιατί δεν προβλεπόταν η συνέχιση μιας ημιτελούς δίκης την επόμενη μέρα. Μια βαρβαρότητα για τον άταφο αδερφό της Αντιγόνης γιατί ο νόμος του Τύραννου δεν ακολουθούσε τον νόμο των θεών

2023-06-09 20:04

Δήμητρα Σπανού

Στους χαλεπούς καιρούς,

Θέλει Αρετή και Τόλμη και ατσάλινα νεύρα, για να μπορέσει ένας τίμιος άνθρωπος σήμερα

 να επικαλεστεί τον νόμο, για την υπεράσπιση του δίκιου του.

Είχαν συμβεί και στο μακρινό παρελθόν της Ελλάδας τέτοια περιστατικά

Αλλά  αυτες οι περιπτώσεις τότε, σημειώνονταν με  μεγάλα και αθάνατα έργα

Τώρα,....είναι πέντε στο δεκάρικο!

Αναλογιζόμενη για το μακρινό παρελθόν μας... 

από το έργο του Πλάτων ΚΡΙΤΩΝ ο Σωκράτης λέει πως ακόμα κι αν κάπου οι νόμοι μιας δημοκρατικής πολιτείας,   μας αδικούν (γιατί ακόμα ίσως δεν έχουν τελειοποιηθεί) είναι τόσα τα οφέλη τους που ακόμη και τότε, πρέπει να υποτασσόμαστε.

Στην Συνέχεια όμως, ο Σοφοκλής, βάζει την   Αντιγόνη να εναντιώνεται σε νόμους τυραννικούς που δεν εναρμονίζονται με τους νόμους των θεών (από τους οποίους πρέπει να εμπνέονται και οι ανθρώπινοι νόμοι)

 

ΠΛΑΤΩΝ

Κρίτων (49e-51c)

 ἢ οὕτως εἶ σοφὸς ὥστε λέληθέν σε ὅτι μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον [51b] καὶ ἐν μείζονι μοίρᾳ καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρ᾽ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι, καὶ σέβεσθαι δεῖ καὶ μᾶλλον ὑπείκειν καὶ θωπεύειν πατρίδα χαλεπαίνουσαν ἢ πατέρα, καὶ ἢ πείθειν ἢ ποιεῖν ἃ ἂν κελεύῃ, καὶ πάσχειν ἐάν τι προστάττῃ παθεῖν ἡσυχίαν ἄγοντα, ἐάντε τύπτεσθαι ἐάντε δεῖσθαι, ἐάντε εἰς πόλεμον ἄγῃ τρωθησόμενον ἢ ἀποθανούμενον, ποιητέον ταῦτα, καὶ τὸ δίκαιον οὕτως ἔχει, καὶ οὐχὶ ὑπεικτέον οὐδὲ ἀναχωρητέον οὐδὲ λειπτέον τὴν τάξιν, ἀλλὰ καὶ ἐν πολέμῳ καὶ ἐν δικαστηρίῳ καὶ πανταχοῦ ποιητέον ἃ ἂν κελεύῃ ἡ [51c] πόλις καὶ ἡ πατρίς, ἢ πείθειν αὐτὴν ᾗ τὸ δίκαιον πέφυκε· βιάζεσθαι δὲ οὐχ ὅσιον οὔτε μητέρα οὔτε πατέρα, πολὺ δὲ τούτων ἔτι ἧττον τὴν πατρίδα;» τί φήσομεν πρὸς ταῦτα, ὦ Κρίτων; ἀληθῆ λέγειν τοὺς νόμους ἢ οὔ;

 

Αλήθεια, τόση είναι η σοφία σου, ώστε δεν έχεις καταλάβει ότι και από τη μητέρα και από τον πατέρα κι απ᾽ όλους τους άλλους προγόνους το πιο πολύτιμο, το πιο σεβαστό, το πιο ιερό, το ανώτερο αγαθό είναι η Πατρίδα, [51b] σύμφωνα με την κρίση των θεών και των γνωστικών ανθρώπων; Δεν έχεις ακόμη καταλάβει πως έχουμε χρέος να σεβόμαστε και να υποτασσόμαστε και να καλοπιάνουμε, όταν οργίζεται, περισσότερο την Πατρίδα παρά τον πατέρα, και αν τυχόν δεν βρίσκουμε σωστές τις εντολές της ή να προσπαθούμε να την πείθουμε ή να εκτελούμε όσα προστάζει; Ξεχνάς ακόμη πως πρέπει να υποφέρουμε χωρίς διαμαρτυρίες αν μας υποχρεώνει να πάθουμε κάτι, είτε προστάζει να μας δέρνουν, είτε να μας ρίχνουν δεμένους στη φυλακή, είτε να μας στέλνουν στον πόλεμο για να πληγωθούμε ή και να σκοτωθούμε; Δεν έχεις λοιπόν καταλάβει ότι οφείλουμε όλα αυτά να τα κάνουμε, και το δίκαιο έτσι είναι, και όχι να αποφεύγουμε τη στράτευση ούτε να οπισθοχωρούμε από δειλία την ώρα της μάχης ούτε να λιποτακτούμε, αλλά και στον πόλεμο και στο δικαστήριο και παντού έχουμε χρέος να εκτελούμε όσα προστάζει η [51c] Πολιτεία και η Πατρίδα, ή, αν έχουμε άλλη γνώμη, να την πείθουμε ποιό είναι πραγματικά το δίκαιο; 

 

ΣΟΦΟΚΛΗΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ

ΣΟΦ Αντ 384–581

ΚΡ. Σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις
(445) ἔξω βαρείας αἰτίας ἐλεύθερον·
σὺ δ’ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ συντόμως,
ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε;
ΑΝ. Ἤιδη· τί δ’ οὐκ ἔμελλον; ἐμφανῆ γὰρ ἦν.
ΚΡ. Καὶ δῆτ’ ἐτόλμας τούσδ’ ὑπερβαίνειν νόμους;
(450) ΑΝ. Οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε,
οὐδ’ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη
τοιούσδ’ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισαν νόμους·,
οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ
κηρύγμαθ’ ὥστ’ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν
(455) νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ’ ὑπερδραμεῖν.
Οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ’ ἀεί ποτε
ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ’φάνη.
Τούτων ἐγὼ οὐκ ἔμελλον, ἀνδρὸς οὐδενὸς
φρόνημα δείσασ’, ἐν θεοῖσι τὴν δίκην
(460) δώσειν· θανουμένη γὰρ ἐξῄδη, τί δ’ οὔ;
κεἰ μὴ σὺ προὐκήρυξας. Εἰ δὲ τοῦ χρόνου
πρόσθεν θανοῦμαι, κέρδος αὔτ’ ἐγὼ λέγω·
ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς
ζῇ, πῶς ὅδ’ οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει;
(465) Οὕτως ἔμοιγε τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν
παρ’ οὐδὲν ἄλγος· ἀλλ’ ἄν, εἰ τὸν ἐξ ἐμῆς

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσύ μπορείς να παίρνης
τώρα τα πόδια σου απ' εδώ, όπου θέλεις,
λεύτερος απ' την κάθε πια υποψία.
Λέγ' εσύ τώρα, κι όχι πολλά λόγια
μα σύντομα· ήξερες το κήρυγμα
που πρόσταζε μην κάμη αυτό κανένας;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Το ήξερα, πώς να μη; Γνωστό ηταν σ' όλους.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και τόλμησες λοιπόν να παραβής
αυτό το νόμο;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ναι, γιατί δεν ήταν
ο Δίας, που μου τα 'χε αυτά κηρύξη,
ούτε η συγκάτοικη με τους θεούς
του Κάτω κόσμου, η Δίκη, αυτούς τους νόμους
μες στους ανθρώπους όρισαν· και μήτε
πίστευα τόση δύναμη πως νάχουν
τα δικά σου κηρύγματα, ώστ' ενώ είσαι
θνητός να μπορής των θεών τους νόμους
τους άγραφτους κι ασάλευτους να βιάζης·
γιατί όχι σήμερα και χτες, μα αιώνια
ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει
από πότε φανήκανε· κι εγώ
ποτέ δε θα μπορούσα να τρομάξω
θέλημ' ανθρώπου κανενός και δώσω
στους θεούς δίκη, παραβαίνοντάς τους·
πως θα πεθάνω το 'ξερα· πώς όχι;
και δίχως τα κηρύγματά σου εσένα·
κι αν θα πεθάνω πριν της ώρας μου,
κέρδος εγώ το λέω αυτό, γιατ' όποιος
ζη μες σε τόση όση εγώ δυστυχία,
πώς να μην του είναι ο θάνατός του κέρδος ;
έτσι κι εγώ τίποτα δεν τον έχω
τον πόνο του θανάτου αυτού· μ