ΣΤΕΡΝΟΣ ΛΟΓΟΣ. ΣΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΊΚΑ. Του Κωστή Παλαμά

2025-04-20 06:31

Δημητρα Σπανού 

ΣΤΕΡΝΟΣ ΛΟΓΟΣ
Σε μια γυναίκα

Ήρθε η στιγμή να σωπάσω και να πονέσω...
Δε θα 'ξερα ο ίδιος να σου πω από πού είμαι, ποιός μ' έστειλ' εδώ...
Υψωμένος και ταπεινωμένος, αθώος και τιμωρημένος.
Goethe («Ilmenau»)
Τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!
(«Τραγούδι του νεκρού αδερφού»)

Τα δυνατά σου χέρια τ' άξια, τα κοσμικά,χάρισμα πιο μεγάλο κι απ' τα φτερά.

Τα δυνατά σου χέρια δε σέρνουν απαλάτον ήχο από της άρπας τη μουσική καρδιά.

5Τα δυνατά σου χέρια λουλούδια δεν κρατάνκι ολόλιγνα στο ατλάζι τα ξόμπλια δεν κεντάν.

Τα δυνατά σου χέρια εκεί που θα σταθούνσα φυλαχτά φυλάνε, σαν άρματα βοηθούν.

Και ξέρουνε και υφαίνουν το γνέμα τ' αργαλειού10που θ' αλαφροσκεπάσει τη γύμνια του κορμιού,

κι ύστερα το λευκαίνουν στην άκρη ενός γιαλούμε τη χαρά του ήλιου και με του τραγουδιού.

Τα χέρια σου ζωσμένα γύρω σε μια καρδιάτης γίνονται σκουτάρια και θώρακες αυτά.

15Τα χέρια σου στην ώρα του θαλασσοδαρμούγίνονται δυο δελφίνια χρυσά του λυτρωμού.

Τα χέρια σου κανίσκια βαστάν παρηγοριάς,μ' αυτά στηρίζεις, δίνεις, υψώνεις, ευλογάς.

Μ' αυτά τα χέρια μού ήρθες μοιράζοντας εσύ20το διάφανο νεράκι και το ξανθό ψωμί.

Κι απ' τον αφρό της λίμνης της αρμυρήςπήξατε τ' άσπρο αλάτι για μένα, ω χέρια εσείς.

Κι εκόψατε για μένα τους ώριμους καρπούς,και φώτιζέ σας γέλιο που δεν το βάζει ο νους!

25Το πήρα τ' άσπρο αλάτι· μου τα 'δωκες εσύτο διάφανο νεράκι και το ξανθό ψωμί·

και στο τραπέζι απάνου, στρωμένο ευλογητό,τ' απίθωσα και σου είπα το λόγο: «Στα χρωστώ».

Κι ήταν ο λόγος μου άσπρο πουλί, πουλί ιερό30φερμένο από φωλίτσα χτισμένη σε ναό.

Κι ήταν ο νους μου μαύρου πουλιού τριγυρισμός,της νυχτερίδας ταίρι, του κόρακα αδερφός.

Κι εκεί που με το λόγο σε χάιδευα, -τ' ακούς;-όρνιο καταραμένο πετούσε εμένα ο νους

35σε πείσματα στριμμένων, ξενύχτια αμαρτωλών,και σ' όλα τα τραπέζια των πονηρών.

Κι ας με ρωτούσε κι όποιος για σένα ποιά είσαι, εγώκι ας υψωνόμουν ύμνος τις χάρες σου να πω!

Το σκεβρωμένο σπίτι και το κακοχτιστό40που είν' έτοιμο να πέσει κι ακόμα στέκει ορθό!

Τα θέμελά του σκάφτει, το υγραίνει από παντούτο ακράταγο το ρέμα κρυμμένου ποταμού.

Λάβωμα του είν' ο ήλιος και φάγοσσα η βροχή,και γύφτοι κι αγιογδύτες παραφυλάν εκεί.

45Και μες στα μολυντήρια και μες στις αραχνιέςσυντρίμματ' από γάστρες κι από κορμιά πληγές.

Κι ένα παιδί που αρρώστια το πλάκωσε κακιάπλανιέται πως υπάρχει, και παίζει και γελά.

Κι ένα τυφλό αηδονάκι σε ακάθαρτο κλουβί50τη νύχτα του, και μέρα και νύχτα, κελαηδεί.

-Στο σπίτι εδώ τί θέλεις; και ποιόν αποζητάς;πού πας με τ' ανθισμένο κλαδί της λεϊμονιάς;

Πάντα τυφλό τ' αηδόνι, δε θα του γίνεις φως·για τ' άρρωστο παιδάκι δε βρίσκεται γιατρός.

55Κι οι γύφτοι κι οι αγιογδύτες που θα σε βρουν εδώ,ό,τι έχεις θα σου πάρουν πιο τίμιο κι ακριβό.

Εγώ ειμ' απ' τη μεγάλη φυλή του γύφτου, εγώ,μακριά απ' της χώρας τ' άξια, στον άγριο ξεπεσμό.

Εγώ ειμ' απ' τη μεγάλη φυλή του νάνου, εγώ·60δεν πιάνω ούτ' όσο τόπο το ψίχαλο ριχτό.

Εγώ ειμ' απ' τη μεγάλη γενιά του αστενικού,που με πατάει το πόδι και του περιστεριού.

Εγώ ειμ' απ' τη μεγάλη του σκοτεινού φυλή·μακριά απ' τους ήλιους τρέχουν αφάνταστοι καιροί!

65Κι είμαι στην πλάση μέσα των έντομων εγώτο πλάσμα που ταιριάζω παράταιρο λαό.

Και με κρυφή την ίδια σιγή κι αφροντισιάμαύρος εγώ ειμ' ο σβόλος που ασάλευτα βαστά

χρόνια και χρόνια, σάμπως σε μητρική αγκαλιά,70στ' ανήλιαγα, στα κρύα, στ' ακάθαρτα, στα υγρά.

Κι εγώ ειμαι και η νυφούλα του ήλιου η φτερωτή,και τ' ασπρολούλουδο, άμα με δει, θα λιγωθεί.

Κι είμαι του κήπου η χάρη, της αύρας η χαρά,νεράιδα από δροσούλα κι από φτερά,

75και μέσα στην αιώνια των όλων αλλαγήμαζί και η κάμπια εγώ ειμαι κι εγώ ειμαι και η Ψυχή!

Χωρίς κανένα αγώνα, κανένα σκούσμα, οϊμέ!πλέκεται κάποιο δράμα μες στην ψυχή μου εμέ.

Τα δυνατά σου χέρια για ζώνη μού περνάς·80τ' άζωστο ξάπλωμα είμαι μιας νοτερής νυχτιάς.

Του δέντρου εγώ δεν είμαι του πράσινου ο κορμός,είμαι του δόλου η γλίστρα, του πονηρού ο αχνός.

Τα δυνατά σου χέρια χέρια δεν είχα εγών' απλώσω, να τα σφίξω, και να τ' αρματωθώ,

85και μήτε να τα σπρώξω χέρια είχα, και να πω:«Μακριά! τον τόπο που ήρθες τον τρώει θανατικό».

Και βολετό δεν ήταν αγνά να πει σ' εσέμηδέ το στόμα το Όχι, μηδέ η καρδιά το Ναι.

Το στόμα μου τ' ανοίγει του τραγουδιού η πνοή90προς την ωραίαν αλήθεια, προς την ωραία ζωή,

κι όντας μου λείψει η θεία του τραγουδιού πνοή,της σιωπής η κρύα ταφόπετρα με κλει.

Κι όντας δειλά στον κόσμο κι ανήμπορος βρεθώτολμώ μ' εσένα, Άπάτη· Ψέμα, μ' εσέ μπορώ!

95-Κι εσύ που δε φοβάσαι στο πέλαο της ζωήςτη λύσσα του κυμάτου και της ανεμικής,

καλοκυβερνημένο, γερό καράβι εσύ,προδότρες μπόρες είναι κι απάντεχοι πνιμοί !

Κι εσύ μεστή από πίστη και υγεία και χαρά,100κι ανίδεη και ωραία και απλή σαν τα παιδιά,

τα χρόνια μου τα πήρες για νιάτα, ω συφορά!και το σπαρτάρισμά μου το πήρες για καρδιά.

Οϊμέ, φωτολουσμένο του γάμου δειλινό...Παντρεύεται η παρθένα και παίρνει ένα στοιχειό.

105Σου χάλασε τη νύχτα τον ύπνο το γλυκόστην αγκαλιά τού ονείρου σάλεμα ξαφνικό.

Και ξύπνησες και βλέπεις κάτι που αργά γλιστράστο πλάι σου, στο λευκό σου προσκέφαλο, εκειδά!

Το γλιστερό, το κρύο, το μαύρο πράμα, ω νά!110και μιαν ανατριχίλα σε σφάζει στην καρδιά.

Το γλιστερό, το κρύο, το μαύρο σερπετόστον ύπνο σου είχε γίνει χρυσόνειρο θεϊκό.

Σαλεύει· ξυπνάς, βλέπεις, πετιέσαι... Ποιός θα πειποιά βύθη από ποιά ύψη σε πήραν, ω Ψυχή