της Δήμητρας Σπανού , Χημικού, Καθηγήτριας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, 1ου Γυμνασίου Δάφνης
ΠΩΣ ΕΠΙΡΡΕΑΖΟΥΝ ΟΙ ΟΥΣΙΕΣ ΑΥΤΕΣ ΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΜΑΣ
Όπως αναφέρθηκε η πιο συνηθισμένη περίπτωση επιρρεασμού ενός οργανισμού από αυτές τις ουσίες, είναι η επίδραση τους στα ενζυμικά συστήματα του οργανισμού που είναι κυρίως πρωτεινικής φύσης δηλαδή αναστέλλουν την ενζυμική δράση τουλάχιστον ενός ενζύμου.
Πως παρεμποδίζεται η δράση των ενζύμων και ο λειτουργικός τους ρόλος στον οργανισμό .
- Ο πρώτος τρόπος αναστολής της ενζυμικής δράσης είναι
Α. εμπόδιση στην σύνδεση μορίων που αντιδρούν με το ένζυμο- υπόστρωμα λόγω εκλεκτικότητας.
Μπορεί να συμβεί με ανταγωνιστική αναστολή δηλαδή, με την σύνδεση της τοξικής ουσίας στο σημείο που υπάρχει το ενεργό κέντρο του ενζύμου . Έτσι δεν μπορεί αυτή να συνδεθεί με το υπόστρωμα, δηλαδή την ουσία στην οποία δρούσε φυσιολογικά απουσία της τοξικής ουσίας
Β. Τροποποίηση της στερεοχημικής διάταξης του ενζύμου Καταστροφή του ενζύμου. Ακόμα η σύνδεσή της τοξικής ουσίας σε άλλο σημείο εκτός από το ενεργό κέντρο (μη ενζυμική κατάλυση), ώστε το ένζυμο να τροποποιείται και να εμποδίζεται και πάλι η ενζυμική κατάλυση
Δηλαδή η τοξική ουσία μπορεί να λειτουργήσει σαν αναστολέας και να εμποδίσει την αντίδραση πιθανόν λόγω μεγαλύτερης εκλεκτικότητας αυτής αλλά και λόγω τροποποίησης του ενζύμου .
Γ. Καταστροφή ή απενεργοποίηση των συνενζύμων του ενζύμου (εάν υπάρχουν)
Συνένζυμα είναι οι βοηθητικές ουσίες, που είναι απαραίτητες για την ενεργοποίηση όλου του ενζυμικού συστήματος. Η καταστροφή τους καταργεί την καταλυτική ικανότητα του ενζύμου. Τα συνένζυμα είναι ουσίες απαραίτητες για την λειτουργία του ενζύμου
ένας τρίτος
Δ. Η κατάργηση του κανονικού υποστρώματος (της ουσίας πάνω στην οποία ενεργεί το ένζυμο)
Αυτό μπορεί να συμβεί είτε με την χρησιμοποίηση του υποστρώματος σε άλλη μεταβολική οδό, ή με την καταστροφή του ή με την παρεμπόδισή του να εισέλθει στο ενζυμικό σύστημα μέσω της τροποποίησης της διαπερατότητας των βιολογικών μεμβρανών
Η αναστολή της δραστικότητας ενός ενζύμου μπορεί να είναι μόνιμη ή να αναστρέφεται.
Παραδείγματα δηλητηρίων που επιρρεάζουν την ενζυμική δραστηριότητα
Περίπτωση Α: με την εμπόδιση στην σύνδεση μορίων που αντιδρούν με το ένζυμο- υπόστρωμα λόγω εκλεκτικότητας
1.Οι οργανοφωσφωρικοί και καρβαμιδικοί εστερες
2. To DDT
Δρουν σε ένζυμα του νευρικού συστήματος
1. Σαν παράδειγμα κάποιοι τύποι εντομοκτόνων οργανοφωσφωρικών ή και καρβαμιδικών εστέρων , εάν βρεθούν στον οργανισμό, έχουν την ιδιότητα να δεσμεύουν το ένζυμο ακετυλοχολινεστερόση (AChE) που βρίσκεται στην επιφάνεια της μετασυναπτικής μεμβράνης της νευρικής σύναψης. Αυτό συμβαίνει γιατί οι εστέρες αυτοί μέσα στους ζωικόυς οργανισμούς, υδρολύονται ενζυμικά από τις ανάλογες εστεράσες.
Η ακετυλοχολινεστεράση είναι μια τέτοια εστεράση που φυσιολογικά η δράση της προορίζεται για την υδρόλυση του νευροδιαβιβαστή ακετυλοχολίνη (που διαβιβαζει το νευρικό σήμα) ώστε να σταματήσει η δράση του και το σήμα να προχωρήσει παραπέρα.
Αυτές όμως οι ουσίες -εστέρες οργανοφωσφωρικών ή και καρβαμιδικών, εάν βρεθούν στην περιοχή, λόγω εκλεκτικότητας, δηλαδή μεγαλύτερης χημικής συγγένειας,, δεσμεύουν την ακετυλοχολινεστερόσης ώστε να υδρολυθούν
Κατά συνέπεια ο νευροδιαβιβαστής ακετυλοχολίνη, παραμένει στις συνάψεις διαρκώς ,γιατί λείπει το ένζυμο που θα τον υδρολύσει και αυτό κάνει τις νευρικές ίνες να είναι διαρκώς φορτισμένες.
Η συσσώρευση της ακετυλοχολίνης που παραμένει αδιάσπαστη είναι αγγειοδιαστολή, βραδυκαρδία, βροχοσπασμός, υπερίδρωση κ.α.)
Οι οργανοφωσφωρικοί εστέρες εμφανίζουν χρόνια αποτελέσματα εάν εισάγονται στο οργανισμό σταδιακά και τα αποτελέσματα μπορεί να εκδηλωθούν μετά από κάποιες φορές που έχει γίνει λήψη της ουσίας για τον εξής λόγο. Γενικά με την δεύσμευση του ενζύμου ο οργανισμός παράγει νέα ποσότητα του ενζύμου αυτού για να το αναπληρώσει.. Στους οργανοφωσφωρικούς εστέρες όμως, ο ρυθμός της δέσμευσης είναι ταχύτερος από την αναγέννηση και μέχρι να αρχίσει να γίνεται επικίνδυνο. Για τον αντίθετο λόγο δεν εμφανίζεται ανάλογη δράση στους καρβαμιδικούς εστέρες.
Τα συμπτώματα από δηλητηριάσεις από οργανοφωσφωρικούς εστέρες είναι συπτώματα μουσκαρινισμού (ναυτία, αλγος , συσπάσεις, εφίδρωση, καρδιακός σπασμός, δύσπνια, πνευμονικό οίδημα, κυάνωση. Συπτώματα νικοτινισμού (συσπάσεις μυών, χαλάρωση, μυική παράλυση . Συπτώματα ΚΝΣ (κεφαλαλγία, ζάλη, ανυσηχία, φόβος,. Προβλήματα στην καρδιά (αναπνευστική αναπάρκεια, καρδιακός αποκλεισμός και παύση).
Οι πρώτες βοήθειες στις περιπτώσεις δηλητηριάσεων από οργανοφωσφωρικούς εστέρες είναι να γίνει έγκαιρη διάγνωση, τεχνητή αναπνοή, και χορήγηση οξυγόνου. Η συνηθέστερη αγωγή είναι η χορήγηση ατροπίνης όμως δίνεται και η μπελαντόνα που περιέχει την ουσία ατροπίνη και είναι φυσικό προιόν
2. Στην περίπτωση που έχουμε δηλητηρίαση από DDT, η δράση της ουσίας αυτής είναι σαν παρεμποδιστές σημαντικών ενζύμων του νευρικού συστήματος
Αντιχολινεστερασικές ουσίες
Η δέσμευση της ακετυλοεστεράσης συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις εισόδου ουσιών στον οργανισμό εκτός από τους οργανοφωσφωρικούς εστέρες. Κάποιες από αυτές χρησιμοποιούνται σαν αναισθητικά φάρμακα με στόχο να μειώσουν την διαβίβαση του νευρικού σήματος για το οποίο χρησιμοποιείται ο νευροδιαβιβαστής ακετυλοχολίνη
2. Οι κυανυούχες ενώσεις
Δράση σε ένζυμα της κυτταρικής αναπνοής
Τις βρίσκουμε στο αέριο υδροκυάνυο (χρηση παρασιτοκτόνο) και τα άλατά του (λευκές κρυσταλλικές ουσίες αλκαλικής συμπεριφοράς, χρήση στην φωτογραφία, την μεταλλουργία κ.α.) , και
στην αμυγδαλίνη . Εισέρχονται στον οργανισμό και από τις τρεις οδούς και απορροφόνται ταχύτατα. Τα κυανυούχα ιόντα δεσμεύονται από την μεθαιμοσφαιρίνη (αιμοσφαιρίνη του τρισθενούς σιδήρου ) προς σχηματισμό κυανομεθαιμοσφαιρίνης και μέσω αυτής φτάνουν στα κύτταρα. Η δηλητηριώδης δράση οφείλεται στην είσοδο των CN- μέσα στα κύτταρα (ανταγωνιστικά) και την επίδρασή τους σε ένα ένζυμο που καταλύει αντιδράσεις απαραίτητες για την αναπνοή του κυττάρου και συγκεκριμένα την οξειδάση του κυτοχρώματος που είναι μια μεγάλη διαμεμβρανιακή πρωτείνη της μιτοχονδριακής μεμβράνης . Παίρνει μέρος στην αναπνευστική αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων των μιτοχονδρίων. βλέπε:
Ο οργανισμός δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το οξυγόνο σαν δέκτη Η+ και έτσι το οξυγόνο του αρτηριακού αίματος δεν χρησιμοποιείται αλλά επιστρέφει με το φλεβικό αίμα. Το φλεβικό αίμα εξακολουθεί να έχει το ζωηρό κόκκινο χρώμα του αρτηριακού και γι αυτό ένα χαρακτηριστικό ατόμων που έχουν δηλητηριαστεί από κυανυούχα είναι το ζωηρό κόκκινο χρώμα του δέρματος (και άλλα της ασφυξίας όπως, ιλλιγγος, διανοητική σύγχιση, υπερπνοια, δύσπνοια,αύξηση πίεσης). Οι πρώτες βοήθειες μπορεί να είναι, τεχνητή αναπνοή και οξυγόνο και άμεσα ειδική θεραπεία.
Κατά την δηλητηρίάσεις από κυανιούχα χορηγείται από τον γιατρό διάλυμα νιτρώδους νατρίου το οποίο επιχειρεί μετατροπή της μεθαιμοσφαιρίνης ώστε αυτή να μην μπορεί πια να εισέρχεται στά κύτταρα.
Επίσης με τα θειοθειικά τα κυανυούχα μετατρέπονται σε θειοκυανιούχα που είναι λιγότερο τοξικά
Παρόμοια δράση (δέσμευση της οξειδάσης του κυτοχρώματος)
Παρόμοια συμπεριφορά () παρουσιάζουν και τα θειούχα ιόντα
3. Το μονοξείδιο του άνθρακα
Δράση σε ένζυμο μεταφοράς οξυγόνου στα κύτταρα (αιμοσφαιρίνη)
Αέριο προιόν ατελούς καύσης του άνθρακα (CO) χωρίς οσμή και χρώμα, παράγεται σε οποιανδήποτε εστία καύσης ανθρακούχων ενώσεων όταν υπάρχει έλλειμμα οξυγόνου. Παράγεται επίσης από τις μηχανές εσωτερικής καύσεως και είναι συστατικό του φωταερίου. Είναι θανατηφόρο δηλητήριο
Η τοξική του δράση οφείλεται στην μεγάλη χημική συγγένειά του προς την αιμοσφαιρίνη (200 φορές μεγαλύτερη από του οξυγόνου)
με συνέπεια να παίρνει την θέση του οξυγόνου λόγω εκλεκτικότητας και μετατρέπεται σε ανθρακυλοαιμοσφαιρίνη (HbCO).
Έτσι δεν σχηματίζεται η οξυαιμοσφαιρίνη(HbO2)
Δέσμευση Ο2. Στην ελεύθερη αιμοσφαιρίνη (μη οξυγονωμένη) ο Fe(II) έλκεται προς το άκρο της ιστιδίνης και η αίμη αποκτά ένα θολωτό σχήμα. Ωστόσο, μόλις μία μονάδα αίμης συνδεθεί με το οξυγόνο, η αίμη αποκτά πλήρως επίπεδο σχήμα. Αυτό προκαλεί μια έλξη της ιστιδίνης (που δρα σαν ένα είδος μοριακής "σκανδάλης" ) προς το επίπεδο της αίμης, γεγονός το οποίο προκαλεί μια σειρά αλλαγών στη διαμόρφωση του μορίου της αιμοσφαιρίνης. Το τελικό αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών είναι η ακόμη ευκολότερη σύνδεση των υπόλοιπων τριών μονάδων αίμης με μόρια οξυγόνου, μια ιδιότητα της αιμοσφαιρίνης γνωστή ως συνεργατική σύνδεση (cooperative binding).
(https://www.chem.uoa.gr/chemicals/chem_carbonmonoxide.htm)
που θα μεταφέρει το οξυγόνο στα κύτταρα και εκει η παρουσία διοξειδίου του άνθρακα σε όξινο περιβάλλον καθώς και το επίπεδο σχήμα που παίρνει το μόριο, θα ευνοήσει την ανταλλαγή του οξυγόνου με το διοξείδιο του άνθρακα με την πρωτείνη ιστιδίνη.
Σχηματίζεται αντίθετα η σταθερή ένωση της αιμοσφαιρίνης με το CO και αυτό μεταβάλλει την τροφοδοσία των κυττάρων σε οξυγόνο και την ανταλλαγή αερίων αναπνοής, επειδη η οξυαιμοσφαιρίνη είναι μειωμένη. Το αίμα παίρνει κερασί χρώμα. Το μονοξείδιο του άνθρακα αποβάλλεται διά των πνευμόνων. Σαν άμεση αντιμετώπιση, η απομάκρυνση από τον μολυσμένο χώρο, η τεχνητή αναπνοή και η παροχή οξυγόνου.
4. Οι ενώσεις του αρσενικού
Δράση σε ένζυμα του μεταβολισμού ( κύκλος του κιτρικού οξέος μέσα στα μιτοχόνδρια)
σύνδεση τις θειολικές ομάδες (SH-) ενζύμων
(όπως την αφυδρογονάση του ηλεκτρικού οξέος).
Το μέταλλο Αρσενικό δεν είναι τοξικό, είναι όμως οι ενώσεις του, όπως το τριοξείδιο του αρσενικού As2O3 ο αρσενικούχος μόλυβδος, ο αρσενικικός χαλκός, ο αρσενικούχος σίδηρος κ.α. και χρησιμοποιούνται σαν παρασιτοκτόνα, στην χρωματουργία, κεραμική,κ.λ.π. Με επίδραση οξέων παράγεται η αρσίνη πολύ τοξικό αέριο Αs H3 .
Τοξικά είναι και τα ιόντα του αρσενικού, ιδιαίτερα τα τρισθενή περισσότερο από τα πεντασθενή, κυρίως για τον λόγο πως συνδέονται με τις θειολικές ομάδες (SH-) ορισμένων ενζύμων που είναι απαραίτητα στον μεταβολισμό όπως την αφυδρογονάση του ηλεκτρικού οξέος. Πρόκειται για αντιδράσεις μέσα στον κύκλο του κιτρικού οξέος που γίνεται στα μιτοχόνδρια του κυττάρου και είναι το τελευταίο στάδιο της αποικοδόμησης των βιομορίων της τροφής (όπως και τα κυανυούχα), Με την διαφορά πως εδώ δεν εμποδίζεται η μεταφορά κατιόντων υδρογόνου από τα συνένζυμα ΝΑDH στο οξυγόνο αλλά διακόπτεται ο ιδιος ο κύκλος απουσία ενζύμων.
Οι ενώσεις του αρσενικού με τις -SH είναι αρκετά σταθερές με αποτέλεσμα να εμφανίζεται αθροιστική συμπεριφορά σε περιπτώσεις εξακολούθησης της λήψης. Οι ανόργανες ενώσεις αποβάλλονται κυρίως με τα ούρα ενώ οι οργανικές δια της χολής μέσω του ήπατος.
Και άλλα μέταλλα όπως ο Ag και Ni Sb, Zn, οι θειολομάδες κάποιων αφυδρογονασών καλύπτονται και έτσι και έτσι το ένζυμο αδρανοποιείται
Σαν ειδικό αντίδοτο, χορηγείται η διμερκαπτόλη που αποσύρει το μέταλλο και από το ένζυμο όταν αυτό έχει ενωθει με τις θειολομάδες του ενζύμου και το προσκολά στις δικές τις. Με αυτόν τον τρόπο το ένζυμο ελευθερώνεται και συνεχίζονται οι λειτουργείες του
Η διμερκαπτόλη και όταν δεσμεύει το μέταλλο αρσενικό
5. Οι ενώσεις του αντιμόνιου
Βρίσκονται σε τρόφιμα είδη συσκευασίας και παρασκευής τροφίμων, ανόργανες ενώσεις (στυπτηρίες ) σε υφαντουργία, κεραμική, συσσωρευτές. Παρουσιάζουν ανάλογη δράση με τις ενώσεις του Αρσενικού, δεσμεύουν θειολικές ομάδες πρωτεινών και ενζύμων
6. Διαλκυλοδιθειοκαρβαμιδικά άλατα και δισουλφίδια του δισδιθειοκαρβαμιδιου
Δράση σε ένζυμα του Νευρικού Συστήματος
(Γεωργικά φάρμακα μυκητοκτόνα, γνωστά σαν Ferban. Thiram, Ziram, Navam, Zineb, Maneb, Tetr)
Φαίνεται να έχουν ανασταλτική δράση σε κάποια ένζυμα που έχουν δραστική θειολομάδα -SH όπως η β υδροξυλάση της ντοπαμίνης. Παρεμβαίνει στην βιοσύνθεση της νορεπινεφρίνης από ντοπαμίνη και οδηγεί στην άθροιση της ντοπαμίνης στους ιστούς.
Κατά αντίστοιχο τρόπο (δέσμευση υδροξυλάσης) παρεμβαίνει και εμποδίζει την οξείδωση της αλκοόλης προς ακεταλδεύδη που είναι και τρόπος που γίνεται ο μεταβολισμός της αλκοόλης στον οργανισμό.
Έτσι είναι δυνατόν να εμφανιστούν συμπτώματα δηλητηριάσεως μετά την κατανάλωση οινοπνεύματος που μπορεί να εμφανιστούν αργότερα λόγω βραδείας αποβολής του.
Άτομο που έλαβε 5,5 g Tetd και ήπιε 30 ml ρούμι εμφάνισε έντονα συμπτώματα διαστολής αγγείων, ταχύπνοια, εμετό, πτώση πίεσης και τελικά θάνατο. Χωρίς αλκοόλ δεν εμφανίστηκαν συμπτώματα
Περίπτωση Β. Εξουδετέρωση του ενζύμου
Ο μόλυβδος στον οργανισμό
Ο μόλυβδος παρουσιάζει μεγάλη συγγένεια με τις αρνητικά φορτισμένες θειουδρικές ομάδες. Αυτό εξουδετρώνει ένζυμα που εξαρτώνται από τις ομάδες αυτές , όπως η δευδράση του αμινολεβουλινικού οξέος και η σιδηροτσελατάση που είναι σημαντικά για την βιοσύνθεση της αίμης.
Η επίδραση όμως του μολύβδου είναι εκτενέστερη και συνδέεται με την επίδρασή του στην δράση του ασβεστίου και την δράση του στα νουκλεικά οξέα DNA και RNA εξετάζεται και στο τέταρτο μέρος αυτής της σειράς
Περίπτωση Γ. Με την κατάργηση του κανονικού υποστρώματος
α.Χρησιμοποίηση του υποστρώματος σε άλλη μεταβολική οδό
Ουσίες που χρησιμοποιούνται σαν εντομοκτόμα (επαφής) και ωοκτόνα μυκητοκτόνα και ζιζανιοκτόνα.
Η τοξική τους δράση συνίσταται στο ότι επιρρεάζουν τον μεταβολισμό και κάποια εποχή χρησιμοποιήθηκαν και σαν φάρμακα για το αδυνάτισμα, όμως διαπιστωθούν οι συνέπειες που έφταναν έως και τον θάνατο.
Οι ουσίες αυτές εμποδίζουν την μεταφωσφορυλίωση και τον σχηματισμό της τριφωσφορικής Αδενοσίνης της διφωσφωρικής αδενοσίνης και της φωσφωρικής κρεατίνης που είναι οι ουσίες που δεσμεύουν ενέργεια στον φωσφορικό δεσμό τους, για να την ελευθερώσουν εύκολα στις αντιδράσεις αναβολισμού.
Εννοούμε βέβαια την ενέργεια που παράγεται από των μεταβολισμό των τροφικών μορίων και κυρίως των υδατανθράκων. Αντί του ATP και της φωσφορικής κρεατίνης που παράγονται φυσιολογικά ,έχουμε αύξηση των ανόργανων φωσφορικών και της φωσφωρικής αδενοσίνης .
Η εμπόδιση της μεταφωσφορυλίωσης μπορεί να γίνει σε τρία στάδια της αναπνευστικής αλυσίδας : Πυρηνονουκλεοτίδη, φλαβοπρωτείνη, και κυτόχρωμα
Το αποτέλεσμα της τοξικής δράσης των δινιτροφαινολών είναι η επιτάχυνση του ρυθμού της γλυκόλυσης και της κυτταρικής αναπνοής του συστήματος, (ώστε να εξασφαλιστεί το ATP). Όμως αντί αυτού η οξειδώσεις δεν καταλήγουν στον σχηματισμό δεσμών υψηλής ενέργειας του ATP αλλά την μεταβολή της απελευθερούμενης ενέργεις σε θερμότητα. Σε περίπτωση δηλητηρίασης τα συμπτώματα είναι αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, εφίδρωση , δίψα, κόπωση αλλά και το αίσθημα της ευεξίας που εάν αυξηθεί η ποσότητα του δηλητηρίου στον οργανισμό εξελίσσονται σε ναυτία αίσθημα καύσωνα δυσφορία κ.α.
Στις πρώτες βοήθειες εκτός από τα γενικά μέτρα, προσπαθούμε να ανακουφήσουμε τον πάσχοντα διατηρούμε ψυχρή θερμοκρασία, οξυγόνο, χορήγηση εύπεπτης τροφής (χυλός σίτου)
, και σακχαρούχο ορό.
Εάν επέλθει θάνατος, εμφανίζεται ταχύτατη πτωματική ακαμψία, συνέπεια της εξάντλησης του ATP
β. Καταστροφή του κανονικού υποστρώματος
Τροποποίηση της στερεοχημικής διάταξης του ενζύμου
1. Η Ανιλίνη
Αρωματική μονοαμίνη που που τα παράγωγά της χρησιμοποιούνται στην βιομηχανία χρωμάτων, μελανών, βερνικίών.Βερνίκια παπουτσιών, χρώματα και άλλα μπορεί να είναι η αιτία δηλητηριάσεων από ανιλίνη. Εκτός από την πεπτική οδό, απορροφάται από το δέρμα και εισέρχεται και με την αναπνοή.Επιρρεάζει την αιμοσφαιρίνη και την μετατρέπει σε μεθαιμοσφαιρίνη και προκαλεί μεθαιμοσφαιριναιμία στον άνθρωπο, με συμπτώματα κυάνωση, λόγω αδυναμίας μεταφοράς του οξυγόνου στα κύτταρα, που εμφανίζονται, όταν τουλάχιστον το 15% της Hb έχει μετατραπεί σε MeHb. Για να γίνει αυτό όμως η ανιλίνη πρέπει πρώτα να ενεργοποιηθεί βιολογικά.
Τα συμπτώματα είναι κυάνωση, δυσπνοια, και ανοξία, αρρυθμία, διανοητική σύγχυση.
Οι πρώτες βοήθειες σε περιπτώσεις δηλητηρίασης με ανιλίνη γίνονται πλύσεις και εξωτερικά με άφθονο νερό και σαπούνι . Επίσης τεχνητή αναπνοή και οξυγόνο .
Μεθαιμοσφαιριναιμία: Αύξηση των επιπέδων της μεθαιμοσφαιρίνης (metHb), δηλαδή, του τρισθενούς σιδήρου [Fe 3+]αντί σιδηρούχων [Fe 2+] αιμοσφαιρίνη) στο αίμα. Αυτή η μορφή της αιμοσφαιρίνης έχει μειωμένη ικανότητα να δεσμεύει το οξυγόνο στο αίμα
σε αντίθεση με την αιμοσφαιρίνη του δισθενούς σιδήρου. Η δέσμευση του σιδήρου στην μεθαιμοσφαιρίνη έχει και περαιτέρω συνέπειες επειδή συνδέεται με τα άλλα μέρη της αίμης οδηγεί σε μια γενικότερη ανικανότητα των ερυθρών αιμοσφαιρίων να ελευθερώνουν το οξυγόνο στους ιστούς.
Υπάρχουν και άλλες ουσίες που εμφανίζουν αντίστοιχη δράση με την ανιλίνη δηλαδή μετατρέπουν την αιμοσφαιρίνη σε μεθαιμοσφαιρίνη και αντίστοιχα συμπτώματα, όπως τα ανόργανα νιτρώδη και χλωρικά άλατα, τα νιτρικά, υπονιτρώδη και υποχλωριώδη, η ναφθαλίνη και άλλες οργανικές νιτρο και αμινοενώσεις, τα χλωρικά άλατα, οι σουλφαμίδες σε μεγάλες ποσότητες.
Κυάνωση εμφανίζεται όταν έχει μετατραπεί το 15%σε μεθαιμοσφαιρίνη
Σε σοβαρή μεθαιμοσφαιριναιμίας χορειγείται εκτός από τα γενικά μέτρα έχουν χορηγειθεί κυανούν του μεθυλενίου ή υπερμαγγανικό κάλι 1/5000
Το κυανούν του μεθυλενίου ανάγει τον τρισθενή σίδηρο της μεθαιμοσφαιρίνης σε δισθενή.
Φυσιολογική Ανταλλαγή αερίων στους ιστούς
Η αιμοσφαιρίνη είναι πρωτεΐνη του αίματος η οποία προσδένει οξυγόνο. Είναι σφαιρική και αποτελείται από δύο ζεύγη διαφορετικών πρωτεϊνικών αλυσίδων και τέσσερα μόρια αίμης, τα οποία είναι ενωμένα ανά ένα σε κάθε αλυσίδα.
Δήμητρα Σπανού
ΠΗΓΕΣ
ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ Γ. ΑΓΙΟΥΤΑΝΤΗ
https://ikee.lib.auth.gr/record/67438/files/gri-2007-130.pdf
https://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/bitstream/10889/407/1/377.pdf
https://www.pharm.auth.gr/old_pharm/gr/anakoinoseis_mathimatwn/organiki_farmakeytiki_himia_1-rekka.pdf
https://en.wikipedia.org/wiki/Methemoglobinemia
https://el.wikipedia.org/wiki/Αιμοσφαιρίνη
https://www.chem.uoa.gr/chemicals/chem_carbonmonoxide.htm
https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/BIOL199/ΓΛΥΚΟΛΥΣΗ.pdf