Για την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης της 25ης Μαρτίου 1821 φέρνω κάποια παλιά ποιήματα. και συμπληρώνω ....σαν πρόλογο ένα δικό μου δημοσίευμα σχετικό με το κλίμα εκείνης της εποχής

2022-03-22 17:26

Δήμητρα Σπανού

 

κάτι σαν πρόλογος

 που βγήκε μετά από μια επίπονη και εναγώνια προσπάθειά που έχω κάνει, να διακρίνω τις αλήθειες στα κατά συρροή ψεύδη που έχουν κατακλύσει τα πάντα. Χωρίς να είμαι ειδική σε ιστορικά γεγονότα .

 Αλλά στην εποχή μας και στην χώρα αυτή όπως είναι σήμερα...ας βγει κάποιος από αυτούς που μας "φλομώνουν" με ....αλήθειες   σε πολλά θέματα(!)

να πει πως είναι ειδικός...

 και μιλάει τεκμηριωμένα !

dimitra-spanoy.webnode.gr/news/i-eyropi-meta-tin-ptosi-toy-napoleonta-mia-symmachia-poy-tin-eipan-ieri-to-megalo-endiaferon-ton-ischyron-gia-ton-elegcho-tis-notioanatolikis-mesogeioy-triplo-paignidi-stin-amerikaniki-ipeiro/

 

και τα ποιήματα της 25ης Μαρτίου

ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ

Τι έχουν της Μάνης τα βουνά οπού είναι βουρκωμένα,
καν ο βοριάς τα βάρεσε, καν η νοτιά τα πήρε.
Μηδέ ο βοριάς τα βάρεσε, μηδ' η νοτιά τα πήρε,
παλεύει ο Καπετάν πασιάς με τον Κολοκοτρώνη.
Στεριά παλεύει ο Αλή μπεης μ’ άρματα του πελάγου.
'Σ την Άρια που έρρηξε τ' ορδί διαβάζει το φερμάνι.
"Ποιος ειν' ο Παναγιώταρος, ποιο λεν Κολοκοτρώνη,
να ρθούν να προσκυνήσουνε, ραγιάδες να γενούνε."
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο του φάνη.
"Δεν προσκυνούμε Αλή μπεη, ο νους σου μη το βάνη,
τάρματα δεν τα δίνομε, ραγιάδες να γενούμε,
παρά θα γίνη πόλεμος με τόπια, με ντουφέκια."
Κι' ο Αλή μπεης σαν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη.
Δώδεκα ημέραις πολεμάει με τόπια με ντουφέκια,
την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν,
καρσί 'ς τον πύργο τά βαλαν, τον πύργο να χαλάσουν.
Βλέπουν τον πύργο κ' έτρεμε, κ' ήθελε για να πέση...

 

Το τάμα του Κανάρη

Μεσάνυχτα ὁ πυρπολητὴς ἐγύρισε

καὶ πήδησε ἀπ’ τὸ γρήγορο καΐκι

πιστός, νὰ φέρη μὲ τὰ πόδια ὁλόγυμνα

στὴν ἐκκλησιὰ τὸ τάμα γιὰ τὴ νίκη.

Τὸ χέρι, ποὺ ἄτρεμο ἔσπειρε τὸ θάνατο

μὲ τὸ δαυλὸ ― τὸ φοβερὸ τὸ χέρι ―

τώρα ταπεινωμένο καὶ τρεμάμενο

στὴν Παναγία ἀνάφτει ἕν’ ἁγιοκέρι

 

Το δαχτυλίδι

(Ποιήμα του Αρ. Βαλαωρίτη για τον Αθανάσιο Διάκο)

Ποτέ του ήλιου η ευμορφιά, ποτέ της γης η νιότη κι η περηφάνια του βουνού, του δέντρου η πρασινάδα κι η λευθεριά του ξυφτεριού,

 ποτέ τόση γλυκάδα τόση κρυφή μοσχοβολιά δεν έχυσαν τριγύρω5στο Διάκο που ψυχομαχά. 

Τυφλή και μανιωμένη τον εκοιλούσε η Λιαπουριά.

— Κεχρί παραδομένο στα δόντια του νερόμυλου, τριμμόψυχα ριμένημες στο λαρύγγι ενός θεριού,

 προσάναμμα, αποκλάδι, χλωροκομμένο φρύγανο, που το ’βοσκεν η φλόγα,

0ολόγυρά του εκοίταζε, σαν να ’θελεν ακόμανα καταπιεί με μια ματιά, να κρύψει στην ψυχή του 

την έρμη την πατρίδα του, κι εκεί στον άλλον κόσμο να τηνε πάρει συντροφιά.

— Επέρασε απ’ το νου τουφτωχή, κακογεράματη κι η δύστυχή του η μάνα 

μην έρθει ώρα για ψωμί το χέρι της ν’ απλώσει, και μην πεθάνει νηστική. 

Επάγωσε η καρδιά του κι ένα κελάδημα γλυκό, πλασμένο μ’ όλα τ’ άνθη, που τρέφ’ ο κήπος της ζωής, του φύτρωσε στα χείλη:

Γιά ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο Χάρος να με πάρει20τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά, που βγάν’ η γη χορτάρι.

Λες κι ήθελε, πριν ανέβει στου Πλάστη του τον κόρφο,

 τη ραγισμένη του καρδιά να σχίσει για να φύγουν της νιότης του τ’ αρώματα, που δε χωρούν στο μνήμα.


Τον επατούσαν τ’ άλογα κι άγρια μεθυσμένα 

τονε δαγκούν στο πρόσωπο. Τ’ αγέρι, φορτωμένο φοβέρες και περίγελα και φλογισμένα χνότα, τριγύρω του εκουφόβραζε… 

Κανένα χιλιδόνι δε φαίνεται στον ουρανό να τον παρηγορήσει…Ο δρόμος ατελείωτος!… Δεξιά, ζερβιά του τοίχος 

ανταριασμένοι οι Γκέγκηδες… τους ανακράζει ο Διάκος:

«Δεν είν’ κανένας από σας καθάριος Αρβανίτης να εντρέπεται τη γύμνια μου, την καταφρόνεσή μου, 

να μου φυτέψει ψυχικό στο μέτωπο ένα βόλι;…»

Βουβοί, δεν εταράχτηκαν, τονε θωρούν με τρόμο. 

Εφούσκωνε ο κατακλυσμός… Στο διάβα του ένας χτύπος ακούστηκε μικρός… μικρός, σα να ’θε’ ξεροσκάσει του λύκου τ’ ανασήκωμα, σα να ’θε’ απλώσει χέρι στου πιστολιού το σκάνδαλο… 

Ανάμεσ’ από τόσους μήπως εξύπνησε κανείς, όπου ήταν παλικάρι;…Ξαφνίστηκε ο Χαλήλμπεης:
«Σκυλί, όποιος κι αν είσαι, τον έχω λάβει χάρισμα… είναι δικό μου ψώνι…Μάθε το….. κάτου τ’ άρματα…»
Και σαν τη νυχτερίδα κολλάει στου Διάκου τα μαλλιά.

 Ξανάφτουνε οι φονιάδες. αψώνει πάλ’ ο θόρυβος. 

Τρέχουν, πηδούνε, σκούζουν 

κι αποσταμένοι, πλακωτοί στου ρουπακιού τον ίσκιο αράζουνε και στέκονται.

 Ακίνητος ο γύφτος το φοβερό το σύνεργο στα χέρια του εκρατούσε, του Χάρου παραβλάσταρο, του τάφου σημαδούρι.

 Εμπρός του, πίσω του βαθιά, διχαλωτοί δυο ψήστες μπηγμένοι βρίσκονται στη γη. 

Ο πρώτος στο κεφάλι, ο δεύτερος στην ποδαριά. Σωρός χλωρά κλονάρια, Και θράκια που ξεσπίθιζαν… Το δένδρο παραστάτης.


«Πλάστη μεγαλοδύναμε! Χριστέ, παράλαβέ με!βρέξε στη φλόγα μου δροσιά και κάμε αυτήν τη στάχτη 

που θα ν’ αφήσει το κορμί του δούλου σου, Πατέρα, να μη την πάρει ο άνεμος και να μη μείνει στείρα.»

Είπε και παραδόθηκε. Δεμένος στο δρομάρι,ο μάρτυρας σιγά σιγά παρακαλεί τη φλόγαμε τον καπνό τη σάρκα του, που ’ταν γυμνή, να κρύψει.

Γυρίζει ο γύφτος το σουβλί… Το χέρι του ανεμίδι…Κι όταν εμένανε νεκρά καμιά φορά από δείλια τ’ αφορεσμένα δάχτυλα και τα ’φρυγεν η πύρη, τότε ξυλιές και σάλαγος, κεντήματα και πέτρες. Φωνάζει κι ο Χαλήλμπεης:
«Παλιόγερε, ανδρειέψου…65Μέριασ’ εκείνο το δαυλί… γιά ιδές, ανάθεμά τοτί γλώσσες όπου επέταξε, και πώς τον έχει ζώσει!…Θα τον ρουφήξει γρήγορα… Ταράξου.. μέριασέ το…»


Κι όσο κι αν έσπρωχνε ο φονιάς το μυστικό το ξύλο, τόσο ο καπνός τον έπνιγε, τόσο θεριεύει η φλόγα. 

Διώχνει το γύφτο η αναλαμπή, κι ο κόσμος τρομασμένος φεύγει το στόμα του στοιχειού. Ανάφτουν τα δεμάτια που ’σαν τριγύρω σωριαστά… Του ρουπακιού τα φύλλα φωτο καμένα ρεύουνε… Κανένας δεν ξανοίγει πού ’ναι του Διάκου το κορμί σ’ αυτήν τη καταβόθρα.

Κατακαθίζουν οι φωτιές… τρέχουν σιμά με φόβο…

Άφαντο τ’ άγιο λείψανο!… Σκαλίζουνε τη στάχτη μην εύρουν ένα κόκαλο, μη δουν ένα σημάδι…Τίποτε!… 

Δεν πιστεύουνε… Σκάφτουνε, ξεδιαλέγουν τα πεθαμένα κάρβουνα… Τίποτε!… Χτύπα, κέντα,80μια σπίθ’ αστράφτει από τη γη… 

Σηκώνουνε τα μάτια και βλέπουν ένα φτερωτό, χρυσό δαχτυλιδάκι που ανέβαινε στον ουρανό…

 Πότε, Θανάση, πότε, θα νά ’ρθει πάλε να μας βρει και ποιός θα το φορέσει το φυλαχτό σου τ’ ακριβό;… Πότε, Θανάση, πότε;


Ρυάζονται, φεύγουν τα θεριά. Κλεφτά κλεφτά κι ο γύφτος χωνεύει στην κουφάλα του. Κανείς δεν απομένει παρ’ οι αχτίδες του ηλιού, που ασπάζονται το μνήμα.

 

 

Κωστή Παλαμά, [Ο Διγενής και ο Χάροντας]

Καβάλα πάει ο Χάροντας
το Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί... Κλαίει, δέρνεται
τ' ανθρώπινο κοπάδι.

Και τους κρατεί στου αλόγου του
δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο,
της ομορφιάς την πούλια.

Και σα να μην τον πάτησε
του Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κοιτάει τον καβαλάρη!

18.

— Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα,
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ' άγγιξες και δε μ' ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια;

Είμ' εγώ η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων.
Στην Εφτάλοφην έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.

Δε χάνομαι στα Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω.
Στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω! —

 

Η Δέσπω Μπότση ήταν Σουλιώτισσα που έμεινε στην ιστορία για την αντίστασή της στα στρατεύματα του Αλή Πασά και τον ηρωικό της θάνατο -μαζί με τα γυναικόπαιδα που είχε υπό την προστασία της - στον πύργο του Δημουλά, στο χωριό Ρηνιάσα (σημ. Ριζά) του Ζαλόγγου, στις 25 Δεκεμβρίου του 1803.[1]
Ο ηρωισμός της Δέσπως Μπότση, έχει απαθανατιστεί στο γνωστό δημοτικό τραγούδι,

Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.

Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;

Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι.

H Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.

Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:

"Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ τo Σούλι.

Eδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων".

"Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,

η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει".

Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:

"Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μαζί μου ελάτε".

Kαι τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.

 

Ο Γρηγόριος Ε΄ (1746 - 10/22 Απριλίου 1821) διετέλεσε τρεις φορές Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, (1797-17981806-1808 και 1818-1821). Αναγνωρίστηκε εθνομάρτυρας, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο τιμώντας τη μνήμη του στις 10 Απριλίου, ημέρα του απαγχονισμού του.

Μετά τη λειτουργία του Πάσχα (10 Απριλίου 1821) ο Γρηγόριος συνελήφθη, κηρύχθηκε έκπτωτος και φυλακίστηκε. Το απόγευμα της ίδιας μέρας απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου παρέμεινε κρεμασμένος για τρεις ημέρες, εξευτελιζόμενος από τον όχλο.

 Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)

Ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη  για τον Γρηγόριο τον Ε΄ στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

Εικόνα που περιέχει υπαίθριος, κτίριο, βήμα, σκάλα

Περιγραφή που δημιουργήθηκε αυτόματαΠώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;… Γιατί στο μέτωπο σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαίς αχτίδες,
όσαις μας δίδ’ η όψη σου παρηγοριαίς κ’ ελπίδες;…
Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζη,
πατέρα, ένα χαμόγελο;… Γιατί να μη σπαράζη
μέσα στα στήθη σου η καρδιά, και πώς στο βλέφαρο σου
ούτ’ ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ’ έλαμψε το φως σου;…
Ολόγυρα σου τα βουνά κ’ οι λόγγοι στολισμένοι
το λυτρωτή τους χαιρετούν… Η θάλασσ’ αγριωμένη
από μακρά σ’ εγνώρισε και μ’ αφρισμένο στόμα
φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα,
που σε κρατεί στα σπλάχνα του… Θυμάται την ημέρα,
πατέρα μου, σ’ εδέχτηκε… Θυμάται στο λαιμό σου
το ματωμένο το σχοινί, και στ’ άγιο πρόσωπο σου
τ’ άτιμα τα ραπίσματα… το βόγγο… τη λαχτάρα…
του κόσμου την ποδοβολή… Θυμάται την αντάρα…
την πέτρα, που σου εκρέμασαν… τη γύμνια του νεκρού σου
το φοβερό το ανάβασμα του καταποντισμού σου…
Δεν ελησμόνησε τη γη που σώγινε πατρίδα,
όταν, πατέρα μου, άκαρδοι, γονατισμέν’ οι ξένοι
το αίμα σου έγλυφαν κρυφά στα νύχια του φονιά σου…
Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσα σου…
Το λείψανο σου το φτωχό, το ποδοπατημένο,
τ’ ανάστησε η αγάπη μας κ’ εδώ μαρμαρωμένο
θα στέκει ολόρθο, ακλόνητο κ’ αιώνια θα να ζήση,
νάναι φοβέρα αδιάκοπη σ’ Ανατολή και Δύση…
Πενήντα χρόνοι πέρασαν σαν νάτανε μια μέρα!…
Για σας που είσθε αθάνατοι φεύγουν γλυκειαίς, πατέρα
πετούν οι ώραις αμέτρηταις στου τάφου το λιμάνι…]
Για μας… και μόνη μια στιγμή αρκεί να μας μαράνη…
Πενήντα χρόνοι πέρασαν κι’ ακόμη η ανατριχίλα
βαθειά μας βόσκει την καρδιά… Μετα χλωρά τα φύλλα
ανθοβολεί κι’ ο τάφος σου και στο μνημόσυνο σου
υψώνεται στον ουρανό το νεκρολίβανο σου
με των ανθών την μυρωδιά και με το καρδιοχτύπι
του κόσμου, που εζωντάνεψες… Γέροντα τι σου λείπει;…
Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου;…
Ποιος είν’ ο πόθος σου ο κρυφός και ποιο το μυστικό σου;…
Είχαν ξυπνήσει ανέλπιστα οι νεκρωμένοι δούλοι
κι’ από το γέρο Δούναβη ως τ’ άγριο Κακοσούλι
έβραζε γη και θάλασσα… Σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
σπαθί και ψυχομάχημα και δάκρυ και κατάρα.
Εβρόντουν κι’ άστραφταν παντού τα κλέφτικα λημέρια…
Γοργά του Χάρου εθέριζαν τ’ αχόρταγα τα χέρια,
κ’ ήταν ο πόλεμος χαρά, τα φονικά παιχνίδια…
Με μιας θολώνουν του Όλυμπου τα χιονισμένα φρύδια
και μαύρα νέφη απλώνονται στου Κίσσαβου τη ράχη…
Ανατριχιάζουν τα κλαριά και τα νερά κ’ οι βράχοι
μένουν παράλυτα, νεκρά, σαν νάχε διαπεράσει
κρυφό μαχαίρι αυτή τη γη κ’ εσκότωσε την πλάση…
Είχε προβάλει από μακρά πουλί κυνηγημένο
σα σύγνεφο με το βορειά και μαυροφορεμένο,
σκοτείδιασε τον ουρανό με τα πλατειά φτερά του,
και με φωνή, που εξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
ερρέκαξε κ’ εβρόντησε… “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Απ’ άκρη σ’ άκρη ο χαλασμός… Κρεμούν τον Πατριάρχη!’…
Του μυστικού διαλαλητή πέφτει στη γη, στο κύμα
το φλογερό το μήνυμα κι’ από ένα τέτοιο κρίμα
εφύτρωσε άσβεστη φωτιά και με τη δύναμη σου
εθέριεψε, εζωντάνεψε τ’ άτιμο το σχοινί σου
κ’ έγεινε φίδι φτερωτό στον κόρφο του φονιά σου…
Καλόγερε, πως δεν ξυπνάς να ιδής τα θαύματα σου;…
Αναστηλώνεται ο Μωρηάς… Η Ρούμελη μουγκρίζει…
Ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει…
Παντού παράπονο βαθύ και αλαλαγμοί και θρήνοι…
Διαβαίνει μαύρ’ η άνοιξη. Τα ρόδα σας, οι κρίνοι
λησμονημένοι τήκονται και τα πουλιά σκιασμένα
αφίνουν έρμη τη φωλιά και φεύγουνε στα ξένα…
Στου Γερμανού το μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει
του Γένους το ξημέρωμα… Πάσα ματιά σου σφάζει…
Διωγμέν’ από τον Κάλαμο, με την ψυχή στο στόμα,
χιλιάδες γυναικόπεδα δε βρίσκουν φούχτα χώμα
να μείνουν ακυνήγητα… κι’ ο Χάρος δεκατίζει…
Ρυάζεται ο Βάλτος, σα θεριό τη χαίτη του ανεμίζει…
Φλόγα παντού και σίδερο… δεν θ’ απομείνη λόθρα…
Στην Κιάφα νεκρανάσταση… στου Πέτα καταβόθρα…
Πέτρα δε μένει ασάλευτη… κλαρί χωρίς κρεμάλα…
Ερμιά και ξεθεμέλιωμα στην Τρίπολη, στου Λάλα…
Κι’ όταν το χέρι εχόρταινε κ’ έπεφτε στομωμένο
να ξανασάνη το σπαθί στη θήκη ξαπλωμένο,
εφώναζε ο αντίλαλος… “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Απ’ άκρη σ’ άκρη ο χαλασμός… Κρεμούν τον Πατριάρχη!’.
Φριμάζουν τα Καλάβρυτα… Καπνίζει το Ζητούνι…
κ’ η Μάνη η ανυπόμονη τεντώνει το ρουθούνι
σαν το καθάριο τάλογο, να μυριστεί τ’ αγέρι
που, ταχυδρόμος τ’ ουρανού, με τα φτερά του φέρει
του Διάκου τη σπιθοβολή και την αναλαμπή του…
Ο γυιός τ’ Ανδρούτσου στη Γραβιά στηλώνει το κορμί του
κ’ επάνω του, σαν νάτανε θεόκτιστο κοτρώνι,
συντρίβεται η Αρβανιτιά με τον Ομέρ Βρυώνη…
Φεγγοβολούν τα πέλαγα στην Τένεδο, στην Σάμο
και κάθε κύμα πώρχεται να ξαπλωθή στον άμμο
ξερνώντας αίμα και φωτιά, φωνάζει… “Πολεμάρχοι!…
Εκδίκηση… άσπλαχνη… παντού… Κρεμούν τον Πατριάρχη!
“. Το Σούλι το ανυπόμονο ψηλά στο Καρπενήσι
του Βότσαρή μου την ψυχή για να σε προσκυνήση
σου στέλλει αιματοστάλαχτη…
Στον τάφο του κλεισμένο
το Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
δεν παραδίδει τάρματα, δε γέρνει το κεφάλι…
Κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο τον Καψάλη,
το ράσο του Δεσπότη του φορεί για σάβανο του,
και φλογερό μετέωρο πετά στον ουρανό του
και θάφτεται ολοζώντανο…
Στο διάβα του τρομάζουν
τ’ αστέρια που το κύτταζαν, και ταπεινά μεριάζουν…
Κλαρί δε φαίνεται χλωρό και το στερνό χορτάρι,
πώμεινε ακόμα πράσινο, τ’ αράπικο ποδάρι
το μάρανε, το σκότωσε… Χορτάσαν οι κοράκοι…
Στη Ράχωβα, στο Δίστομο με τον Καραϊσκάκη
αδελφωμένο πολεμά της Λιάκουρας το χιόνι…
Θερίζει τ’ άσπλαχνο σπαθί κι’ ο πάγος σαβανώνει…
Πλαταίνει πάντα η ερημιά και το σχοινί σου σφίγγει
του λύκου μας του εφτάψυχου τ’ αχόρταγο λαρύγγι…
Ο κόσμος ανταριάζεται… Και τα σκυλόδοντα του
ξερριζωμένα πνίγονται με τα ρυασίματά του
στου Ναβαρίνου τα νερά… και φεύγει… Ανάθεμά τον!…
Εσκόρπισαν τα σύγνεφα με τ’ αστραπόβροντά των
και κούφια απέμεινε η βοή του μαύρου καταρράχτη…
Μ’ αυτά… μ’ αυτά τα κόκκαλα, τα τρίμματα, τη στάχτη
εχτίσαμε, πατέρα μου, τη φτωχική φωλειά μας,
κ’ εκείθε εφύτρωσε η μυρτιά και τα δαφνόκλαρά μας,
π’ ανθοβολούν τριγύρω σου… Γιατί τα δάχτυλά σου
ακίνητα δεν ευλογούν τα μαύρα τα παιδιά σου;…
Στ’ ανδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρ’ από την Ελλάδα
ερρίζωσε τόσο βαθειά του Χάρου η φαρμακάδα,
π’ ούτε του Ρήγα η συντροφιά, καλόγερε, δε φθάνει
τα σφραγισμένα χείλη σου ν’ ανοίξη να γλυκάνη…
ούτε το φως το ακοίμητο που στο πλευρό σου χύνει
αυτό μας το περήφανο, το φλογερό καμίνι;…
ούτε, τα δέντρα, τα πουλιά, τα πράσινα χορτάρια…
ούτε τα βασιλόπουλα, του Θρόνου μας βλαστάρια,
που θάρχωνται να χαιρετούν του ποιητού τη λύρα,
και να ρωτούν πώς έγεινε το ράσο σου πορφύρα;…
Τι θέλεις, γέροντ’, από μας;… Δε νοιώθεις μια ματιά σου
πόσαις θα εφλόγιζε καρδιαίς κι’ από τα σωθικά σου
πόση θα εβλάσταινε ζωή;…
Πώς δεν ξυπνάς, πατέρα;…
Δε φέγγει μες το μνήμα σου ούτε μια τέτοια μέρα;…
Το μάρμαρο μένει βουβό… Και θα να μείνη ακόμα
ποιος ξέρει ως πότ’ αμίλητο το νεκρικό του στόμα…
Κοιμάται κι’ ονειρεύεται… και τότε θα ξυπνήση,
όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήση
το φοβερό μας κήρυγμα… “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!’…